Η 29η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε πρόσφατα, από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ως η «Διεθνής Μέρα Ενημέρωσης για την Απώλεια και τη Σπατάλη Φαγητού». Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού, η παγκόσμια σπατάλη τροφίμων έφτασε, το 2019, τους 931 εκ. τόνους, εκ των οποίων το 61% προήλθε από τα νοικοκυριά, το 26% από την εστίαση και το 13% από το λιανικό εμπόριο. Άλλωστε, η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας, υπολογίζει ότι το 14% περίπου των τροφίμων χάνεται στα στάδια μεταξύ της παραγωγής και του λιανικού εμπορίου (FAO Food Loss Index FAO, 2019), ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, το 17% της τελικής παραγωγής δεν αξιοποιείται (UNEP Food Waste Index, UNEP 2021).
Η Ελλάδα εμφανίζεται, δυστυχώς, πρωταθλήτρια στη σπατάλη τροφίμων, κατέχοντας την 3η θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Η ετήσια σπατάλη τροφίμων στην Ελλάδα εκτιμάται στα 142kg ανά άτομο (στοιχεία οργάνωσης «Μπορούμε»), τη στιγμή που 1,35 εκ. άνθρωποι στη χώρα αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (στοιχεία 2020).
Η απώλεια και η σπατάλη φαγητού αποτελεί, λοιπόν, ένα μείζον πρόβλημα, με σημαντικές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Συνεισφέρει στην υποβάθμιση ή εξάντληση φυσικών πόρων (νερό, έδαφος, ενέργεια) και συμβάλλει καθοριστικά στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής- αφού το 8-10% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σε παγκόσμιο επίπεδο, σχετίζονται με το φαγητό. Η αξία της απώλειας και σπατάλης τροφίμων υπολογίζεται σε 400 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Η στροφή σε περισσότερο βιώσιμα μοντέλα παραγωγής και κατανάλωσης φαγητού, συνιστά βασικό στόχο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Στη στρατηγική της «Από το αγρόκτημα στο πιάτο», καθίσταται σαφές ότι η μείωση της σπατάλης τροφίμων- σε όλα τα στάδια, από τον παραγωγό στον τελικό καταναλωτή- αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό βήμα στην κρίσιμη μετάβαση προς αληθινά βιώσιμα συστήματα τροφίμων.