Οι ΗΠΑ δημιουργούν έναν πανικό για τις κινεζικές τεχνολογίες, υπερβάλλοντας ως προς τους μικρούς κινδύνους, με αποτέλεσμα να ρισκάρουν να δημιουργήσουν μια γεωπολιτική καταστροφή χωρίς λόγο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αειφόρου Ανάπτυξης και καθηγητή Πολιτικής και Διαχείρισης της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Columbia, Jeffrey D. Sachs, μια από τις χειρότερες αποφάσεις των ΗΠΑ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ήταν ο "πόλεμος επιλογής", που ξεκίνησε στο Ιράκ το 2003 με στόχο την εξάλειψη των όπλων μαζικής καταστροφής που στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν.
Όπως τονίζει σε άρθρο του στο project-syndicate, λίγο πριν τον πόλεμο στο Ιράκ, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι είχε δηλώσει ότι ακόμα και αν ο κίνδυνος να πέσουν τα όπλα μαζικής καταστροφής σε χέρια τρομορκατών ήταν μηδαμινός -ας πούμε 1%- θα έπρεπε να ενεργήσουν σαν να ήταν το σίγουρο σενάριο.
Μια τέτοια συλλογιστική όμως οδηγεί με μαθηματική ακρίβια σε λανθασμένες αποφάσεις.
Σήμερα, οι ΗΠΑ και ορισμένοι σύμμαχοί τους χρησιμοποιούν το δόγμα Τσέινι για να επιτεθούν στην κινεζική τεχνολογία. Η αμερικανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά ότι οι κινεζικές τεχνολογίες είναι ασφαλείς, θα πρέπει να ενεργήσουμε σαν να είναι ασφαλώς επικίνδυνες και να τις εμποδίσουμε.
Μια γενιά πριν, οι αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα έπρεπε να έχουν εξετάσει όχι μόνο τον (υποτιθέμενο) κίνδυνο του 1% των ΟΜΚ, που πέφτουν σε τρομοκρατικά χέρια, αλλά και τον κίνδυνο 99% ενός πολέμου που βασίζεται σε λάθος στοιχεία.
Εστιάζοντας μόνο στον κίνδυνο του 1%, ο Τσέινι (και πολλοί άλλοι) απέσπασαν την προσοχή του κόσμου από την πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα ο πόλεμος στο Ιράκ να μην ήταν δικαιολογημένος και να αποσταθεροποιούσε σοβαρά τη Μέση Ανατολή και την παγκόσμια πολιτική.
Σύμφωνα με τον Sachs, οι ΗΠΑ κάνουν το ίδιο λάθος: δημιουργούν έναν πανικό για τις κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, υπερβάλλοντας ως προς τους μικρούς κινδύνους.
Η πιο χτυπητή -αλλά όχι και μοναδική- περίπτωση είναι η επίθεση της αμερικανικής κυβέρνησης στην ασύρματη ευρυζωνική εταιρεία Huawei. Οι ΗΠΑ κλείνουν τις αγορές τους στην εταιρεία και προσπαθούν σκληρά να σταματήσουν τις δραστηριότητές της σε όλο τον κόσμο.
Άκουσα επανειλημμένα ότι η Huawei συμπεριφέρεται όπως οι αξιόπιστοι ηγέτες της βιομηχανίας.
Η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει, ωστόσο, ότι ο εξοπλισμός 5G της Huawei θα μπορούσε να υπονομεύσει την παγκόσμια ασφάλεια. Μια "κερκόπορτα" στο λογισμικό της Huawei, ισχυρίζονται αξιωματούχοι των ΗΠΑ, θα μπορούσε να επιτρέψει στην κινεζική κυβέρνηση να κατασκοπεύει όλο τον κόσμο. Επίσης, αξιωματούχοι των ΗΠΑ σημειώνουν ότι οι νόμοι της Κίνας απαιτούν από τις κινεζικές εταιρείες να συνεργάζονται με την κυβέρνηση για σκοπούς εθνικής ασφάλειας.
Όπως τονίζει ο καθηγητής, η πραγματικότητα έχει ως εξής: Ο εξοπλισμός 5G της Huawei είναι χαμηλού κόστους και υψηλής ποιότητας, και έχει ξεπεράσει πολλούς ανταγωνιστές. Οι υψηλές επιδόσεις προκύπτουν από σημαντικές δαπάνες ετών για έρευνα και ανάπτυξη. Δεδομένης της σημασίας της τεχνολογίας για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους, οι οικονομίες χαμηλού εισοδήματος σε όλο τον κόσμο θα ήταν ανόητες να απορρίψουν την πρόωρη ανάπτυξη των 5G.
Παρόλο, όμως, που δεν παρέχουν αποδείξεις για "κερκόπορτες", οι ΗΠΑ λένε στον κόσμο να παραμείνει μακριά από την Huawei. Οι ισχυρισμοί των ΗΠΑ είναι αόριστοι. Όπως δήλωσε ο Ομοσπονδιακός Επίτροπος Επικοινωνιών των ΗΠΑ: "Η χώρα που κατέχει το 5G θα κατέχει καινοτομίες και θα καθορίσει τα πρότυπα για τον υπόλοιπο κόσμο και αυτή η χώρα σήμερα δεν είναι πιθανόν να είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες". Άλλες χώρες, κυρίως η Βρετανία, δεν βρήκαν καμία "κερκόπορτα" στο λογισμικό της Huawei.
Η συζήτηση για την Huawei έχει φτάσει και στη Γερμανία, την οποία η αμερικανική κυβέρνηση απειλεί ότι θα περιορίσει τη συνεργασία των υπηρεσιών πληροφοριών, εκτός αν οι αρχές αποκλείσουν την τεχνολογία 5G της Huawei. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, αντιθέτως, αγωνίζεται πίσω από τη σκηνή για να αφήσει την αγορά ανοιχτή για την Huawei. Ειρωνία της τύχης είναι το γεγονός ότι οι καταγγελίες των ΗΠΑ αντικατοπτρίζουν εν μέρει τις δικές τους δραστηριότητες εποπτείας της χώρας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ο κινεζικός εξοπλισμός μπορεί να δυσκολέψει την μυστική επιτήρηση από την αμερικανική κυβέρνηση. Αλλά η αδικαιολόγητη επιτήρηση από οποιαδήποτε κυβέρνηση πρέπει να τερματιστεί. Ο έλεγχος των Ηνωμένων Εθνών για τον περιορισμό αυτών των δραστηριοτήτων πρέπει να γίνει μέρος του παγκόσμιου συστήματος τηλεπικοινωνιών. Εν ολίγοις, πρέπει να επιλέξουμε τη διπλωματία και τις θεσμικές εγγυήσεις και όχι έναν τεχνολογικό πόλεμο.
Τώρα που οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ο αδιαμφισβήτητος τεχνολογικός ηγέτης στον κόσμο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ τραμπ και οι σύμβουλοί του δεν θέλουν να ανταγωνιστούν σύμφωνα με ένα σύστημα βασισμένο σε κανόνες. Στόχος τους είναι να περιορίσουν την τεχνολογική άνοδο της Κίνας.
Αν ο Τραμπ "καταφέρει" να διαιρέσει τον κόσμο σε ξεχωριστά στρατόπεδα τεχνολογίας, οι κίνδυνοι μελλοντικών συγκρούσεων θα πολλαπλασιαστούν.
Στις διεθνείς σχέσεις, η εστίαση σε φόβους, παρά σε αποδεικτικά στοιχεία, είναι ο δρόμος προς την καταστροφή. Ας επιμείνουμε στον ορθολογισμό, τα αποδεικτικά στοιχεία και τους κανόνες. Και ας δημιουργήσουμε ανεξάρτητουςς ελεγκτικούς μηχανισμούς για να περιορίσουμε την απειλή οποιασδήποτε χώρας, που χρησιμοποιεί παγκόσμια δίκτυα για κατασκοπεία. Με αυτόν τον τρόπο, ο κόσμος μπορεί να προχωρήσει με το επείγον καθήκον να αξιοποιήσει τις πρωτοποριακές ψηφιακές τεχνολογίες για το παγκόσμιο καλό.
Bloomberg: Γιατί ο κινεζικός τεχνολογικός κολοσσός Huawei τρομάζει τις ΗΠΑ